ἐπαναστροφῇ

ἐπαναστροφῇ
ἐπαναστροφή
return
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπαναστροφή — return fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαναστροφή — η (AM ἐπαναστροφή) [επαναστρέφω] αναστροφή, επιστροφή, γυρισμός (και ειδ. για χορό) νεοελλ. 1. ιατρ. η επάνοδος ενός ιστού ή οργάνου σε προηγούμενα στάδια τής εξελίξεως του 2. (φιλοσ.) «η αιώνια επαναστροφή» η φιλοσοφική δοξασία κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • επαναστροφή — η 1. επιστροφή, ξαναγύρισμα, γυρισμός, ξαναρχομός. 2. (φιλοσ.), ανακύκλωση, παλιγγενεσία. 3. (ιατρ.), η κατάσταση ιστού ή οργάνου που ξαναγυρίζει σε προηγούμενα στάδια της εξέλιξής του. 4. (χημ.), το φαινόμενο της σύμπτυξης απλών σακχάρων σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπαναστροφαῖς — ἐπαναστροφή return fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναστροφῆς — ἐπαναστροφή return fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναστροφήν — ἐπαναστροφή return fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναστροφῶν — ἐπαναστροφή return fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • epanástrofe — (Del gr. epanastrophe.) ► sustantivo femenino 1 RETÓRICA Concatenación, figura retórica. 2 RETÓRICA Conduplicación, figura retórica. * * * epanástrofe (del lat. «epanastrŏphe», del gr. «epanastrophḗ», retorno) 1 f. *Figura retórica que consiste… …   Enciclopedia Universal

  • παλινδρόμηση — Η κίνηση μπρος πίσω. Όρος που χρησιμοποιείται στη μηχανολογία, στην ιατρική και ιδιαίτερα στη μαιευτική. Π. της μήτρας είναι το σύνολο των ανατομικών μεταβολών που επιτελούνται στη μήτρα μετά τη λήξη του τοκετού. Οι μεταβολές αυτές συντελούνται… …   Dictionary of Greek

  • περιπόλησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ [περιπολώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιπολώ, περιφορά γύρω από κάτι 2. (για αστέρες) περιστροφή («ἄπειρός τις τῶν οὐρανίων σωμάτων περιπόλησις», Ιω. Λυδ.) 3. φρ. «περιπόλησις ψυχῆς» (στη μετεμψύχωση) επαναστροφή τής ψυχής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”